- κλίνει'
- κλίνεια , κλίνειοςofneut nom/voc/acc plκλίνειε , κλίνειοςofmasc voc sgκλίνειαι , κλίνειοςoffem nom/voc plκλί̱νειε , κλίνωsráyatiaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλινεῖ — κλῐνεῖ , κλίνω sráyati aor subj pass 3rd sg (epic) κλῐνεῖ , κλίνω sráyati fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κλῐνεῖ , κλίνω sráyati fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνει — κλί̱νει , κλίνω sráyati aor subj act 3rd sg (epic) κλί̱νει , κλίνω sráyati pres ind mp 2nd sg κλί̱νει , κλίνω sráyati pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… … Dictionary of Greek
ετεραλκής — ἑτεραλκής, ές (Α) 1. (επίθ. τής νίκης) αυτή που δίνει δύναμη σε έναν από τους δύο μαχομένους («μάχης ἑτεραλκέα νίκην» νίκη στη μάχη που κλίνει προς το μέρος τών αντιθέτων) 2. αυτός που επηρεάζει αποφασιστικά την έκβαση τής μάχης («δῆμος… … Dictionary of Greek
ετερορρεπής — ές (ΑΜ ἑτερορρεπής, ές) αυτός που ρέπει, κλίνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής αρχ. 1. αυτός που κλίνει εξίσου προς το ένα ή το άλλο μέρος, ο αμερόληπτος, ο δίκαιος («Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2 … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
καταφερής — καταφερής, ές (Α) 1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω, που γέρνει 2. μτφ. ορμητικός 3. (για έδαφος) κατηφορικός, επικλινής 4. αυτός που έχει κλίση ή ροπή σε κάτι 5. λάγνος, ασελγής 6. φρ. α) «καταφερὴς ἐπί τι» ή «καταφερὴς πρός τι» αυτός που κλίνει… … Dictionary of Greek
έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… … Dictionary of Greek
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek